- παραλλάσσεται
- παραλλάσσωcause to alternatepres ind mp 3rd sgπαραλλάσσωcause to alternatepres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοτίβο — το άκλ. 1. μουσ. μικρή χαρακτηριστική μελωδική ή αρμονική ή ρυθμική μουσική ιδέα, που αναπαράγεται και παραλλάσσεται κατά τη διάρκεια μιας σύνθεσης 2. (καλ. τεχν.) επαναλαμβανόμενο, συνήθως, διακοσμητικό στοιχείο σε μια σύνθεση 3. αιτία, κίνητρο … Dictionary of Greek